καρφολογώ

καρφολογώ
(Α καρφολογῶ, -έω)
συλλέγω ξερά χόρτα («καρφολογεῑν τὰ δένδρα» — να κόβει κάποιος τα ξερά κλαδιά από τα δένδρα, Θεόφρ.)
αρχ.
αφαιρώ μικρά τεμάχια αχύρων, τρίχες ή κάτι άλλο τα οποία βρίσκονται στα ρούχα κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + λογῶ (< -λόγος < λόγος), πρβλ. θριαμβο-λογώ, πολιτικο-λογώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • κάρφω — (Α) 1. ξεραίνω, μαραίνω, κάνω κάτι να ζαρώσει («ἠέλιος χρόα κάρφει», Ησίοδ.) 2. ταπεινώνω κάποιον («σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίζεται με τη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)krb(h) τής ΙΕ ρίζας* (s)kerb(h) «κάμπτω,… …   Dictionary of Greek

  • καρφολογία — η (AM καρφολογία) νεοελλ. αυτόματες, αδιάκοπες κινήσεις τών χεριών και τών δακτύλων τού ασθενούς σαν να θέλει να μαζέψει ξερά χόρτα και μικροαντικείμενα σε σοβαρές εγκεφαλικές ή οξείες λοιμώδεις παθήσεις μσν. αρχ. το να κόβει κανείς ξερά φύλλα ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”